Όταν μια ιστορία περιλαμβάνει ένα μωρό που χρειάζεται βοήθεια, ένα κοριτσάκι που ξεχειλίζει από αγάπη και ανιδιοτέλεια (όπως όλα τα παιδιά) κι έναν καλοσυνάτο άγνωστο, δεν μπορεί παρά να κερδίσει το ενδιαφέρον μας.
Η παρακάτω παλιά ιστορία, δεν μπορούμε να υπογράψουμε ότι συνέβη πραγματικά. Ίσως είναι ένα αστικό παραμύθι, ίσως μια παλιά ιστορία που παραλλάχθηκε και έφτασε σε ‘μας μ’ αυτή τη μορφή, ίσως έγιναν όλα ακριβώς έτσι. Όπως και να ‘χει, όμως, η αλήθεια είναι μια: η ιστορία κάνει και τους πιο αλύγιστους να βουρκώσουν.
Εμάς μας άγγιξε, γι’ αυτό την μοιραζόμαστε μαζί σας:
H Τέσι ήταν ένα πολύ γλυκό και ταυτόχρονα πολύ σοβαρό έξαχρονο κορίτσι. Κάποτε, άκουσε μια συζήτηση μεταξύ των γονιών της σχετικά με τον μικρό της αδερφό. Άκουσε ότι ήταν πολύ σοβαρά άρρωστος και ότι οι γονείς της δεν είχαν τα απαραίτητα χρήματα για την θεραπεία που χρειαζόταν. Άκουσε τον μπαμπά της να λέει στην μαμά της που την τράνταζαν οι λυγμοί: «Μόνο ένα θαύμα μπορεί να τον σώσει».
Η Τέσι έτρεξε στο δωμάτιό της και βρήκε το γυάλινο βάζο μαρμελάδας που χρησιμοποιούσε σαν κουμπαρά. Αναποδογύρισε το βάζο και προσεκτικά μέτρησε το χαρτζιλίκι της.
Έβαλε πάλι τα νομίσματα μέσα στο βάζο, το πήρε και έτρεξε μέχρι το φαρμακείο.
Περίμενε υπομονετικά τον φαρμακοποιό να την προσέξει, αλλά ήταν αφοσιωμένος σε μια συζήτηση με κάποιον άλλο. Η Τέσι ξεκίνησε να ξεροβήχει για τον κάνει να την παρατηρήσει. Εκείνος δεν αντέδρασε καθόλου, οπότε η μικρή άρχισε να βήχει δυνατά. Ξανά, καμία αντίδραση. Τελικά, πήρε ένα νόμισμα από το βάζο της και το χτύπησε στο γυαλί.
«Τι θέλεις;», ρώτησε ενοχλημένος ο φαρμακοποιός. «Μιλάω με τον αδερφό μου, που ήρθε απ’ το Σικάγο –έχω χρόνια να τον δω.»
«Εντάξει, αλλά θέλω να σας μιλήσω για τον αδερφό μου», απάντησε η Τέσι στον ίδιο, εκνευρισμένο τόνο. «Ξέρετε, είναι πολύ άρρωστος, γι’ αυτό θέλω να αγοράσω ένα θαύμα.»
«Τι είπες;»
«Το όνομά του είναι Τεντ, έχει κάτι πολύ κακό που μεγαλώνει μέσα στο κεφάλι του. Ο μπαμπάς μου είπε ότι μόνο ένα θαύμα μπορεί να τον σώσει. Πόσο κάνει ένα θαύμα;»
«Μικρή μου, δεν πουλάμε θαύματα εδώ. Λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να σε βοηθήσω», είπε ο άντρας.
«Ακούστε, έχω λεφτά και μπορώ να το πληρώσω. Αν δεν φτάνουν, μπορώ να βρω κι άλλα. Απλώς, σας παρακαλώ, πείτε μου πόσο κάνει.»
Ο καλοντυμένος αδερφός του φαρμακοποιού γονάτισε μπροστά της.
«Τι είδους θαύμα χρειάζεται ο αδερφός σου, μικρή μου;»
«Δεν ξέρω». Η Τέσι άρχισε να κλαίει. «Ξέρω μόνο ότι είναι πολύ άρρωστος και ότι η μαμά μου λέει ότι χρειάζεται να κάνει μια εγχείρηση. Όμως ο μπαμπάς δεν μπορεί να την πληρώσει κι έτσι αποφάσισα να πληρώσω εγώ.»
«Πόσα έχεις;», ρώτησε ο άντρας απ’ το Σικάγο.
«Ένα δολάριο και έντεκα σεντς», απάντησε η Τέσι ήσυχα. «Αυτά είναι όλα όσα έχω, αλλά μπορώ να βρω κι άλλα!».
«Ένα δολάριο και έντεκα σεντς –τι απίστευτη σύμπτωση!», είπε ο άντρας και χαμογέλασε πλατιά. Πήρε το χέρι της στο χέρι του και τη ρώτησε πού μένει. «Θα ήθελα να ρίξω μια ματιά στον αδερφό σου και να μιλήσω με τους γονείς σου, για να μάθουμε τι ακριβώς θαύμα χρειάζεται.»
Ο άντρας απ’ το Σικάγο, σύμφωνα με την παλιά ιστορία, ήταν ένας φημισμένος χειρουργός. Έσωσε τον μικρό Τεντ αφιλοκερδώς –ή μάλλον, σχεδόν, αφιλοκερδώς.
Η αμοιβή του ήταν ένα δολάριο και έντεκα σεντς. Ακριβώς όσο κοστίζουν τα θαύματα.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου